Uncategorized

Η ιστορία για τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Οι στίχοι στα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, είναι δύσκολο να γίνουν κατανοητοί ή να βγάλει κάποιος ένα λογικό νόημα, αν δεν γνωρίζει την ιστορία τους.

Στο Βυζάντιο οι φτωχοί και χαμηλών στρωμάτων άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες παρά μόνο σε γιορτές όπου μπορούσαν να τους απευθύνουν ευχές.

Κάποιος νέος καλαντιστής, ταπεινής καταγωγής, ήταν ερωτευμένος με μια αρχοντοπούλα.

Επειδή δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό να την πλησιάσει παρά μόνο σε περίοδο εορτών για να της απευθύνει ευχές, αποφάσισε ανάμεσα στα κάλαντα του Μεγάλου Βασιλείου να εντάξει και ένα ερωτικό ποίημα που είχε συνθέσει.

Μέσα από τα κάλαντα εκφράζονται καλυμμένα τα αισθήματα αγάπης του νέου καλαντιστή προς την αγαπημένη του.

Η σειρά των στίχων είναι εναλλάξ ένας στίχος των καλάντων, που αναφέρεται στον Άγιο Βασίλη, και στη συνέχεια ένας στίχος που εκφράζει την αγάπη και απευθύνεται στην κοπέλα, προς την οποία και για την οποία λέγονται τα κάλαντα

Την αποκαλεί ψηλή, σαν «δεντρολιβανιά». Επειδή φορούσε ένα από τα ψηλά τα κωνικά καπέλα με το τούλι στην κορυφή, την παρομοιάζει με «Εκκλησιά με το Άγιο θρόνος».

Της λέει ότι δεν τον «καταδέχεται» γιατί είναι αρχόντισσα κυρία. Την λέει «ζαχαροκάντυο ζυμωτή», δηλαδή φτιαγμένη από ζάχαρη και την παρακαλεί να του ρίξει μια ματιά.

Έτσι λοιπόν αυτά τα παράδοξα Κάλαντα πέρασαν από γενιά σε γενιά και έγιναν τα πιο διαδεδομένα σε όλο τον Ελληνικό χώρο.

«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.

Αρχή που βγήκε ο Χριστός, άγιος και πνευματικός,
στη γη, στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.

Άγιος Βασίλης έρχεται και δε μας καταδέχεται
από την Καισαρεία, συ ’σαι αρχόντισσα κυρία.

Βαστά εικόνα και χαρτί, ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι, δες και με το παλικάρι.

Το καλαμάρι έγραφε, τη μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί ομίλει, άγιε μου, άγιε μου καλέ Βασίλη.»