Greece

Ο Βαμβακάρης έχει «δισέγγονα» και το ρεμπέτικο γεννιέται ξανά

Μια γνωριμία με τη νεο-ρεμπέτικη σκηνή της Σύρου και με μια γενιά που ψάχνει νέα στέκια για να «γεννηθούν τα μικρά πράγματα που φτιάχνουν τα μεγάλα».

Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε κάποτε πει πως «το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό» και ο Γιάννης Τσαρούχης πως «το ρεμπέτικο τραγούδι είναι η ατόφια ελληνική ψυχή». Άραγε, εν έτει 2023 πάλλεται ακόμα αυτή η ψυχή; Και αν ναι, πού;

Η Σύρος του Μάρκου Βαμβακάρη και η Φραγκοσυριανή έρχονται αμέσως στον νου, γι’ αυτό και παίρνουμε το καράβι από τον Πειραιά και βγαίνουμε στα στενά της Ερμούπολης να την αναζητήσουμε. Εντοπίζουμε τους ανθρώπους που ακόμα την αφουγκράζονται και την κοινωνούν, και τους ρωτάμε να μας πουν αν είναι ακόμα ζωντανή. Ανάμεσά τους συναντάμε και πολλούς νέους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι σπουδαστές ή απόφοιτοι της σχολής «Εν Χορδαίς και Οργάνοις», της «Μεγάλης του Μάρκου Σχολής», όπως αλλιώς λέγεται, που ίδρυσε ο Σταύρος Ξαρχάκος το 2017.

Ανεβαίνοντας το παλιό ξύλινο κλιμακοστάσιο της σχολής, μέσα σε ένα κτίριο ηλικίας σχεδόν δύο αιώνων στο λιμάνι της Ερμούπολης, βρίσκουμε αίθουσες διδασκαλίας όπου, λίγα μέτρα πάνω από την παλιά αγορά της πρωτεύουσας των Κυκλάδων και τη βοή της θερινής τουριστικής περιόδου, βλέπουμε εφήβους να κρατούν στα χέρια τους μπουζούκια και μπαγλαμάδες και να αναπαράγουν στον 21ο αιώνα τους ήχους που έβγαλαν κάποτε από την ψυχή τους γίγαντες της λαϊκής μας μουσικής, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης ή ο Γιάννης Παπαϊωάννου.

Υπάρχουν σήμερα ρεμπέτες;

Κάποιος ίσως δικαίως πει πως «δεν υπάρχει πια ρεμπέτικο». Πως εκείνο, παιδί του καιρού του όπως κάθε τέχνη, γεννήθηκε μέσα σε κοινωνικές συγκυρίες που έχουν πια σβήσει μέσα στο σαρωτικό ποτάμι του χρόνου. Και όμως, μέσα στις πενιές αυτών των μαθητευόμενων μουσικών διακρίνεται μια σπίθα, μια μικρή φλόγα από το παλιό ρεμπέτικο που ίσως έχει επιζήσει στο αίμα τους, κάτι κιόλας που μπορεί να εμπνέει ο ίδιος τους ο τόπος και η ιστορία του. Ίσως πάλι να είναι κάτι όχι μόνο συριανό, αλλά γνήσια και μοναδικά ελληνικό, όπως είχε πει ο Χατζιδάκις.

Συναντώντας τον δάσκαλο της σχολής, τον επιδέξιο μουσικό Αρίστο Βαμβακούση, έχουμε μπροστά μας τον πλέον αρμόδιο να μιλήσει γι’ αυτά τα παιδιά και την τριβή τους με τον κόσμο του ρεμπέτικου.

«Από τη σχολή μας έχουν βγει μέχρι στιγμής 120 παιδιά, από τα οποία 35 μετεξελίχθηκαν σε μουσικούς που παίζουν ρεμπέτικο. Το θέμα μας όμως δεν είναι ποσοτικό. Έχει να κάνει με το ότι, όταν κρατάνε τα όργανα, μπορεί αρχικά να αισθάνονται μόνο τη γλύκα της νότας, αλλά μετά ανακαλύπτουν λίγο λίγο τη λαϊκή μας μουσική κληρονομιά και έτσι αισθάνονται το βάρος που πέφτει στα χέρια τους». Τα παιδιά αυτά θα ανοίξουν το 7ο Φεστιβάλ Ρεμπέτικου Η Σύρα του Μάρκου Βαμβακάρη που θα ξεκινήσει σε λίγες μέρες.

«Θα παρουσιάσουν μια μουσική παράσταση που θα τιμήσει τον θρυλικό μουσικό Κώστα Παπαδόπουλο, στενό συνεργάτη του Μάρκου, ο οποίος θα συμμετάσχει μάλιστα, δίπλα στα παιδιά, στο μουσικό σχήμα», μας ενημερώνει σχετικά ο εμπνευστής και επικεφαλής του φεστιβάλ, ο μουσικός και οργανοποιός Αντώνης Μαραγκός. «Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται και μια πολύ σημαντική συναυλία-αφιέρωμα στον τιτάνα του ρεμπέτικου Γιάννη Παπαϊωάννου, στην οποία θα έχουμε τον δεξιοτέχνη Γρηγόρη Βασίλα και τη φοβερή φωνή του Θοδωρή Μέρμηγκα. Παρουσιάζουμε επίσης κάτι που οφείλαμε καιρό να κάνουμε: ένα αφιέρωμα στον γιο του Μάρκου, τον Στέλιο Βαμβακάρη, ως συνθέτη». Από τις παράλληλες εκδηλώσεις σημειώνει επίσης την έκθεση των παραδοσιακών οργάνων, που τη θεωρεί, όπως λέει, πολύ σημαντική, «καθότι μουσικοί χωρίς όργανα (και χωρίς οργανοποιούς) δεν μπορούν να υπάρχουν». Ενδιαφέρον έχουν και τα εγκαίνια της ψηφιακής έκθεσης για τον Μάρκο Βαμβακάρη στην Άνω Σύρο, ένα έργο που έχει τρέξει ο Δήμος της Ερμούπολης.

Ρεμπέτικο στα γκαράζ

Μια πλούσια διοργάνωση λοιπόν, όπου μια σειρά από συναυλίες θα ζωντανέψουν το ρεμπέτικο για τρεις μέρες στο νησί, με ένα ξεκίνημα που βάζει τους νεαρούς ντόπιους παίκτες σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Όταν όμως τελειώσει το φεστιβάλ, πού θα ακούγεται το ρεμπέτικο; Και αν τα δωμάτια του ιστορικού κτιρίου όπου εδράζεται η «Μεγάλη του Μάρκου Σχολή» είναι ένα φυτώριο ταλέντων, πού παίζεται το πραγματικό παιχνίδι; Στη συζήτηση που κάνουμε με τον Αντώνη Μαραγκό, εκείνος με λύπη μάς πληροφορεί πως η καρδιά της ζωντανής αυτής μουσικής, το φυσικό της περιβάλλον που είναι τα στέκια, δεν υπάρχουν πια. «Η ταβέρνα έπαιζε κεντρικό ρόλο στη σύσφιξη των σχέσεων της γειτονιάς και της ευρύτερης “οικογένειας”, των επιμέρους ομάδων της κοινωνίας. Εκεί, απλοί καθημερινοί άνθρωποι είχαν μια βιωματική σχέση με το λαϊκό τραγούδι και επικοινωνούσαν, μιλούσαν για τα προβλήματά τους, για τις ασχολίες τους και μετά έρρεε το κρασί και άρχιζε και το γλέντι. Δυστυχώς, όλα αυτά έχουν πια εξαφανιστεί, μαζί τους κι ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής ψυχής». Πράγματι, κάνοντας μια βόλτα στη μεσαιωνική καστροπολιτεία της Άνω Σύρας, εκεί που θα περιμέναμε οι ήχοι του ρεμπέτικου να αντηχούν σε κάθε στενό, συναντάμε μόνο τη σιωπή. Βρίσκουμε μόνο απόηχους από το παρελθόν μέσα στο Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη, που στέκει δίπλα στην «Πιάτσα», την κεντρική πλατεία του οικισμού, προσπαθώντας να κρατήσει κάποιες μνήμες ζωντανές.

Απευθυνόμαστε σε έναν ακόμα σημαντικό μουσικό της σημερινής συριανής σκηνής της λαϊκής μουσικής, τον ακορντεονίστα, πολυμουσικό και μουσικοδιδάσκαλο Δημήτρη Μαραγκό (θα παίξει τη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ με το Μικρό Μουσικό Σύνολο), και ζητάμε να μας δώσει τη δική του οπτική. «Ελλείψει των ταβερνών και των παλιών στεκιών, οι μουσικές παρέες του νησιού σήμερα παίζουν σε γκαράζ, σε κελάρια, σε κατώγια, σε παλιές οικοδομές. Στις παρέες αυτές έρχονται σιγά σιγά και πιτσιρικάδες. Συναντιούνται δύο-τρεις φορές τη βδομάδα δέκα-δεκαπέντε άτομα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, και γίνεται ρεφενές και γλέντι». Λέει ότι είναι αισιόδοξος: «Πρόκειται για πυρήνες που μεγαλώνουν, επειδή από πίσω τους υπάρχει αυθεντικότητα, αλήθεια και αγάπη για τη μουσική. Είναι κιόλας μια ευκαιρία για πολλούς να μάθουν να παίζουν κάποιο όργανο, γιατί μέσα από την παρέα και το γλέντι γεννιέται και η ανάγκη για επικοινωνία. Οι άνθρωποι θέλουν να παίζουν μαζί».

Λαϊκή μουσική και τέχνη του δρόμου

Στον Ταρσανά συναντάμε έναν νέο και δραστήριο εκπρόσωπο της σημερινής σκηνής του νεο-ρεμπέτικου, τον μουσικό και εικαστικό Πάρι Ξυνταριανό-Τσιροπινά. Έχει μόλις ολοκληρώσει μια μεγάλη εικονογράφηση πάνω στο πέτσωμα ενός παρατημένου, παλιού αλιευτικού καϊκιού, ενώ λίγους μήνες νωρίτερα είχε φτιάξει έναν ζωγραφικό πίνακα για λογαριασμό ενός μαγαζιού στην Άνω Σύρο, που απεικονίζει έναν εναλλακτικό Μυστικό Δείπνο όπου οι Απόστολοι είναι θρυλικοί ρεμπέτες και Χριστός είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης. Πριν από πέντε χρόνια είχε φιλοτεχνήσει ακόμα μία «αγιογραφία» του Μάρκου, μια μεγάλη τοιχογραφία στον τοίχο του Νεωρίου, που δυστυχώς δεν υπάρχει πια, αλλά η μνήμη της έχει παραμείνει στο μυαλό των Συριανών, αφού ήταν λες και έφερνε την παράδοση του ρεμπέτικου στον κόσμο του γκράφιτι και της τέχνης του δρόμου. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Χίο», λέει ο Πάρις, «από μικρός μπλέχτηκα με τη low bap και τη χιπ χοπ σκηνή και στην πορεία είδα πως το χιπ χοπ και το ρεμπέτικο έχουν συγγενικές καταβολές και κουλτούρες. Έτσι είναι και το μπλουζ. Είναι όλες τους λαϊκές μουσικές εκφράσεις που γεννήθηκαν στο περιθώριο και στον δρόμο. Ερχόμενος στη Σύρο να σπουδάσω στο Τμήμα Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων, ανακάλυψα σιγά σιγά το ρεμπέτικο. Άρχισα να μαθαίνω κιθάρα, μετά ακορντεόν και έπειτα μπουζούκι. Γύρω στο 2011 ξεκινήσαμε με φίλους να παίζουμε σε διάφορα μαγαζιά, ανάμεσά τους και ο Βαγγέλης Μπιρμπίλης, ο πρώτος μου μέντορας στο ρεμπέτικο ταξίδι. Με την πρώτη αυτή παρέα αγάπησα τη λαϊκή μουσική. Παράλληλα ασχολούμαι εδώ και χρόνια και με τις τοιχογραφίες, τα murals, και κάποια στιγμή προσπάθησα να παντρέψω τον κόσμο του ρεμπέτικου με αυτόν της street art.

Στήσαμε λοιπόν εδώ και ένα μη κερδοσκοπικό φεστιβάλ γι’ αυτή την τέχνη, το Stray Art Festival, στο πλαίσιο του οποίου έκανα σε συνεργασία με την ομάδα μου, τους Really?, εκείνη τη μεγάλη τοιχογραφία με τον Μάρκο όπου είχα μεταλλάξει τη γνωστή του φωτογραφία με το μπουζούκι του, βάζοντας τατουάζ στα χέρια του. Ήθελα έτσι να πω στα νέα παιδιά πως ο Μάρκος τελικά δεν διαφέρει και τόσο από μας και, κρίνοντας από τη θετική απόκριση του κοινού, μάλλον το εγχείρημα πέτυχε. Ο ίδιος ο γιος του Μάρκου, ο Στέλιος, το είχε βάλει και φωτογραφία προφίλ στον λογαριασμό του στο Facebook».

Όταν του ζητάμε να μας πει πώς βλέπει τη σημερινή σκηνή του συριανού ρεμπέτικου, μας παραπέμπει στο γκράφικ νόβελ Ρεμπέτικο – Το Κακό Βοτάνι (εκδ. Γνώση) του Νταβίντ Προυντόμ: «Σε ένα καρέ του κόμικ, ο Μάρκος λέει πως “στη ζωή μόνο φιλαράκια θα πρέπει να έχουμε”. Αυτό είναι το ήθος που, γενικά μιλώντας, βλέπω να υπάρχει στη Σύρο. Από το 2005 που έχω έρθει εδώ, βλέπω ένα σώμα ανθρώπων που ασχολούνται με το ρεμπέτικο και θέλουν να είναι φιλαράκια και να παίζουν μαζί. Δεν θέλουν να ανταγωνιστούν, αλλά να συναγωνιστούν». Συνεχίζοντας την κουβέντα σχετικά με τα στέκια, ο Πάρις κάνει τον εξής συλλογισμό: «Αν άνοιγαν νέα μαγαζιά, πιστεύω πως θα είχαν άμεσα κοινό και μουσικούς να τα στελεχώσουν και να τα γεμίσουν. Σήμερα οι επισκέπτες της Σύρου αναζητούν το ρεμπέτικο, αλλά δεν το βρίσκουν. Έτσι χάνουν και οι επιχειρηματίες, και εμείς, αλλά και η εικόνα του ίδιου του νησιού».

Τη χρονιά που πέρασε, έκανε και το δισκογραφικό του ντεμπούτο, κυκλοφορώντας μια σειρά κομματιών με τον γενικό τίτλο Ερημονήσι, κομμάτια όπου το ρεμπέτικο μπλέκεται με τη ραπ, το χιπ χοπ, τη ρέγκε ή το ροκ. «Ναι μεν πατάνε στην παράδοση, αλλά έχουν και μια σύνδεση με σημερινές μουσικές κουλτούρες», λέει. Στο τέλος της κουβέντας μας δηλώνει με σιγουριά πως βλέπει μια ηλιαχτίδα στο μέλλον: «Αν συνεχιστεί αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή με τη σχολή και τις παρέες, είμαστε σε καλό δρόμο. Η τέχνη είναι ένα πολύτιμο φανάρι που έχουμε για να πορευτούμε μέσα στο σκοτάδι, και όταν λέω τέχνη εννοώ και τα απλά καθημερινά πράγματα: να παίξεις ή να γράψεις μουσική με τους φίλους σου, να κάνεις μια ζωγραφιά, να χαμογελάσεις και να μιλήσεις με τους ανθρώπους γύρω σου. Αυτό πιστεύω πως είναι ο πολιτισμός. Αυτό που συμβαίνει στον δρόμο, στην καθημερινότητα. Τα μικρά πράγματα φτιάχνουν και τα μεγάλα».

Την αγάπη για τα απλά καθημερινά πράγματα, για το αργό και το χειροποίητο βρίσκουμε και στο εργαστήρι της Συριανής οργανοποιού Αθανασίας Μπόλια. Λίγα μέτρα δίπλα από την ακτή, στον παραθαλάσσιο οικισμό Αχλάδι στη νότια πλευρά του νησιού, έχει στήσει έναν χώρο δημιουργίας που μοιάζει λες και έχει εμπνευστεί από τα παιδικά της χρόνια στον Ταρσανά, όπου βρισκόταν συχνά επειδή ο πατέρας της είχε ένα μεγάλο ψαροκάικο. «Έβλεπα να φτιάχνουν τα σκαριά, να τα φροντίζουν, παίζαμε εκεί με τον αδερφό μου και μυρίζαμε το ξύλο και την μπογιά», μας λέει, ενώ θυμάται τη στιγμή που της μπήκε η ιδέα να γίνει οργανοποιός. «Τον καιρό που ήμουν φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, πέρασα μια μέρα μπροστά από ένα εργαστήριο που έφτιαχνε μουσικά όργανα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό που είδα. Την επόμενη μέρα πήγα και ζήτησα δουλειά. Αρχικά με έβαζαν και έτριβα κάποια σκάφη – χοντροδουλειές δηλαδή». Η ίδια είναι και μουσικός, παίζοντας κυρίως λαούτο, ενώ κατασκευάζει στεριανά λαούτα, μαντολίνα, τρίχορδα μπουζούκια, τζουράδες και μπαγλαμάδες. Λέει πως το αγαπημένο της όργανο είναι το λαούτο, γιατί ο ήχος του «θυμίζει Αιγαίο», αλλά μιλάει με αγάπη και για το μπουζούκι και τον ιδιαίτερο ήχο του. «Ενώ είναι ένα φωτεινό όργανο, μέσα στο ρεμπέτικο έχει εκφράσει πόνο, αλλά ταυτόχρονα και μια αξιοπρέπεια, μια λεβεντιά».

«Ο ήχος που γλυκαίνει την ψυχή μου»

Ο Αρίστος Βαμβακούσης, δεξιοτέχνης του οργάνου, κάνει ένα τελικό σχόλιο για το παρόν και το μέλλον του ρεμπέτικου στη Σύρο. «Αυτό που συμβαίνει σήμερα με τις παρέες που καταφέρνουν και μαζεύονται τόσο συχνά και παίζουν σε δικούς τους χώρους, μας θυμίζει πως το ρεμπέτικο και η λαϊκή μουσική πάντα δούλευαν υπόγεια», απαντά. «Τώρα, το στοίχημα για το μέλλον παίζεται πια στην οικογένεια και κερδίζεται όταν βρίσκεται κάποιος γονιός που παίρνει το παιδί του από το χέρι και το οδηγεί σ’ εμάς για να του γνωρίσουμε τη λαϊκή μας μουσική. Όταν συμβαίνει αυτό –και ευτυχώς συμβαίνει–, υπάρχει ελπίδα. Η σχολή μας θα πρέπει να υπάρχει ακόμα κι αν ενδιαφέρεται μόνο ένα παιδί να γνωρίσει τη λαϊκή μουσική και το ρεμπέτικο. Ακόμα και μία μονάδα μπορεί να κάνει τη διαφορά. Το ρεμπέτικο στο νησί ήταν σε μια φθίνουσα πορεία και μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα το ζύγι άλλαξε». Όταν τον ρωτάμε πώς νιώθει όταν παίζει αυτή τη μουσική, απαντά με έναν τρόπο που έχει κάτι από τους παλιούς, αυθεντικούς ρεμπέτες: «Μετά 30 χρόνια που κρατώ στα χέρια μου το μπουζούκι, αισθάνομαι ότι έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μου. Το ρεμπέτικο είναι ο ήχος που γλυκαίνει την ψυχή μου. Αν ξαναγεννιόμουν σήμερα, πάλι μπουζουξής θα γινόμουν».

Λόγια που εκφράζονται με απλότητα και χωρίς δράμα, που μας θυμίζουν αυτά που κάποτε είχε πει ο Μάνος Χατζιδάκις σε μια διάλεξή του για το ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης, το 1949. Εκεί, μιλώντας για κάποια ρεμπέτικα τραγούδια και αναλύοντάς τα (ανάμεσά τους και τη Φραγκοσυριανή), είχε πει τα εξής: «Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε σπιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες, λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις, γιατί αυτά δεν σε περιμένουν. […] Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα τον δρόμο τους. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν, πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν τον βαθύτερο εαυτό μας».

→ Το 7ο Φεστιβάλ Ρεμπέτικου Η Σύρα του Μάρκου Βαμβακάρη (30/08-02/09) είναι μια συνδιοργάνωση του Δήμου Σύρου-Ερμούπολης, της Κυκλαδικής Εταιρείας Ανάπτυξης και του Επιμελητηρίου Κυκλάδων.

Πηγή: Η Καθημερινή