Greece Γνώμη

Οπαδική βία: «Δεν υπάρχει κενό στον νόμο, αλλά στην εφαρμογή του»

Ο Δημήτρη Παναγιωτόπουλος, καθηγητής Αθλητικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ, ο Βασίλης Φλωρίδης, Εισαγγελέας Εφετών και ο πρώην υπουργός Προστασίας του Πολίτη και καθηγητής Εγκληματολογίας, Γιάννης Πανούσης, αναλύουν στην «Κ» την πηγή της κακοδαιμονίας

Tον Μάιο του 1985 γράφεται μία από τις πιο αιματηρές σελίδες στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Στο στάδιο του Χέιζελ στις Βρυξέλλες, έχουν συγκεντρωθεί περίπου 60.000 φίλαθλοι για να παρακολουθήσουν τον τελικό μεταξύ Λίβερπουλ και Γιουβέντους για το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ομάδων Ευρώπης. Μια ομάδα Άγγλων οπαδών παραβιάζει το κιγκλίδωμα που τους χωρίζει με τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας και φίλοι της Γιουβέντους αναγκάζονται να οπισθοχωρήσουν προς τον τοίχο, ο οποίος καταρρέει. Ο απολογισμός: 39 νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες. Το τραγικό αυτό γεγονός αποτέλεσε την αφορμή για την πρώτη ευρωπαϊκή σύμβαση για την αθλητική βία με αριθμό 120. Η Ελλάδα επικύρωσε τη σύμβαση και την έκανε νόμο του κράτους αποκτώντας έτσι τον πρώτο της νόμο για την αθλητική βία.

Κατά ειρωνεία της τύχης, από τον Ιανουάριο του 2023 ξεκίνησε να ισχύει η επικυρωμένη ευρωπαϊκή σύμβαση (για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση ασφάλειας, προστασίας και υπηρεσιών σε ποδοσφαιρικούς αγώνες και λοιπά αθλητικά γεγονότα), η οποία προσφέρει νομικά εργαλεία για την αποφυγή επεισοδίων, όπως αυτών που σημειώθηκαν στη Νέα Φιλαδέλφεια.

Η μη εφαρμογή των προληπτικών αυτών μέτρων της νομοθεσίας πριν τον αγώνα ΑΕΚ-Ντιναμό Ζάγκρεμπ είναι σύμφωνα με τον Δημήτρη Παναγιωτόπουλο, Καθηγητή Αθλητικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ και δικηγόρο Παρ’ Αρείω Πάγω ο δυστυχής κανόνας: «έχουμε πάρα πολλούς νόμους που έχουν γίνει για αυτό το ζήτημα και ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν μπορούν να εφαρμοστούν διάφοροι κανόνες. Άπειροι είναι οι νόμοι. Ηθελημένα ή μη όμως υπάρχει κενό στην εφαρμογή τους».

    «Οι νόμοι τρέχουν πίσω από τα γεγονότα – χούλιγκαν, σύνδεσμοι. Η ζωή τρέχει πιο μπροστά από όσους νομοθετούν».

Σε μια ανασκόπηση της ελληνικής νομοθεσίας για την αθλητική βία, ο καθηγητής αναφέρθηκε στον νόμο 2725 του 1999 που είναι μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς και προβλέπει ειδικά κεφάλαια για τη βία (άρθρο 41) και με τον οποίο συστήνεται η Διαρκής Επιτροπή Αντιμετώπισης της Βίας αλλά και στον 4326 του 2015 για τα «Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της βίας στον Αθλητισμό». Όπως σημειώνει, μετά από κάθε μεγάλο γεγονός ή την ανάπτυξη μιας τάσης, δημιουργούνταν και οι αντίστοιχοι νόμοι. «Οι νόμοι τρέχουν πίσω από τα γεγονότα – χούλιγκαν, σύνδεσμοι. Η ζωή τρέχει πιο μπροστά από όσους νομοθετούν». Θέλοντας να αποδείξει το μεγάλο εύρος ζητημάτων που έχει καταφέρει να καλύψει η ελληνική νομοθεσία, φέρνει ως παράδειγμα νομοθεσία του 2005 που προβλέπει τη δημιουργία ψηφιακού μητρώου για τα μέλη των αθλητικών συνδέσμων.

Γιατί δεν  ενεργοποιήθηκε η Διαρκής Επιτροπή Αντιμετώπισης της Βίας;

Συγκεκριμένα για τα επεισόδια στη Νέα Φιλαδέλφεια υπογραμμίζει πως το νομικό οπλοστάσιο για τη λήψη προληπτικών μέτρων είναι τεράστιο και αναρωτήθηκε γιατί για παράδειγμα δεν ενεργοποιήθηκε η Διαρκής Επιτροπή Αντιμετώπισης της Βίας για να οργανώσει ένα σχέδιο αντιμετώπισης τη στιγμή που ήταν γνωστό ότι έφθανε ένα κομβόι τέτοιων οπαδών στη χώρα.

«Είναι σαν τις πυρκαγιές, πρέπει να επέμβεις, πριν εκδηλωθούν και καεί το δάσος».

«Δεν είδα να ενδιαφέρονται να εφαρμόσουν τους νόμους που υπάρχουν στο πλαίσιο της νέας ευρωπαϊκής σύμβασης. Το άρθρο 7 αναφέρεται στην εκπόνηση σχετικών μέτρων αντιμετώπισης απρόοπτων και έκτακτων αναγκών όπως αυτές που προέκυψαν στη διοργάνωση του συγκεκριμένου αθλητικού γεγονότος», επισημαίνει, προσθέτοντας πως θέματα όπως αυτό που προέκυψε στην Αθήνα δεν μπορούν να λυθούν με τα κατασταλτικά μέτρα των νόμων αλλά μέτρα προληπτικά – που επίσης υπάρχουν-. Είναι σαν τις πυρκαγιές, πρέπει να επέμβεις, πριν εκδηλωθούν και καεί το δάσος.

«Οι νόμοι είναι σταθεροί, αυτοί που ασχολούνται είναι σε αστάθεια: σήμερα ο ένας, αύριο ο άλλος. Δεν υπάρχει μια συνέχεια επί της εφαρμογής των νόμων στα διάφορα τέτοια ζητήματα τα οποία κάθε φορά εμφανίζονται και μας δείχνουν το μεγαλείο του προβλήματος».

Το «ιδιώνυμο αδίκημα»

Τη σημασία της συνέπειας και της συνέχειας στην εφαρμογή της νομοθεσίας υπογράμμισε, μιλώντας στην «Κ» και ο Βασίλης Φλωρίδης, Εισαγγελέας Εφετών, που το διάστημα 2004-2006 διετέλεσε αθλητικός εισαγγελέας Βορείου Ελλάδος.

«Προλαμβάνεις το έγκλημα αν δεν αφήσεις κενό εξουσίας. Το κενό εξουσίας το αφήνεις όταν ως πολιτεία δεν επεμβαίνεις σε θέματα τάξης γρήγορα».

Ο κ. Φλωρίδης αποτέλεσε τον εμπνευστή του λεγόμενου νόμου Ορφανού που εισήγαγε το «ιδιώνυμο αδίκημα», δηλαδή την άμεση φυλάκιση όσων αποδεδειγμένα μετείχαν σε οπαδικά επεισόδια με αφορμή κάποιον αγώνα. «Προλαμβάνεις το έγκλημα αν δεν αφήσεις κενό εξουσίας. Το κενό εξουσίας το αφήνεις όταν ως πολιτεία δεν επεμβαίνεις σε θέματα τάξης γρήγορα». Ο κ. Φλωρίδης υποστηρίζει πως ο νόμος ήταν αποτελεσματικός στη μείωση των οπαδικών επεισοδίων, ωστόσο ο επόμενος επικεφαλής του αρμόδιου υπουργείου τον άλλαξε, με αποτέλεσμα να επανέλθει η κατάσταση εκεί που ήταν. «Η σκληρή εφαρμογή του νόμου λειτουργεί αποτρεπτικά για όλους. Αυτό είναι το κρίσιμο», επισημαίνει, εξηγώντας πως όταν συνειδητοποίησαν οι νέοι οπαδοί ότι θα μπουν φυλακή, σταμάτησαν τα επεισόδια. «Η συνεπής και μακρόχρονη εφαρμογή του νόμου διαπλάθει συνείδηση».

Εξυγίανση και ανεξάρτητη αρχή

Μια διαφορετική προσέγγιση ακολουθεί ο Γιάννης Πανούσης, πρώην υπουργός Προστασίας του Πολίτη και καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Εδώ έχουμε έναν συνδυασμό εγκληματικών και ακροδεξιών οργανώσεων που πηγαίνουν να κάνουν εγκλήματα, δεν μαλώνουν στις εξέδρες επειδή δεν ήταν πέναλτι. Ιδιώνυμα ή απαγορεύσεις μετακινήσεων δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τέτοια φαινόμενα, είναι παλιές συνταγές».

Όπως υποστηρίζει, έχει διαμορφωθεί ένα κλίμα τόσο άρρωστο και διαπλεκόμενο που πρέπει να γίνει μια κάθαρση στο εθνικό, το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. «Όλα αυτά συνδέονται με υψηλά οικονομικά συμφέροντα, πολλές φορές μαύρα. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνήθως είναι αναμεμειγμένοι με σκάνδαλα, μπράβους, ναρκωτικά. Να μην αρχίζει ένα πρωτάθλημα αν δεν υπάρχει εξυγίανση».

Πηγή: Η Καθημερινή