News World

Συμπτώματα 3 μήνες μετά την λοίμωξη με κορωνοϊό

Σύμφωνα με τη μεγαλύτερη σε κλίμακα μελέτη στην Αυστραλία που έγινε μέχρι πρότινος, σχετική με το διάστημα ανάρρωσης από τη λοίμωξη, το 5% των ατόμων στα οποία διαγνώστηκε COVID-19, κατά τη διάρκεια του 1ου κύματος πανδημίας, συνέχισαν να εμφανίζουν συμπτώματα έως και τρεις μήνες μετά.

Η μελέτη, η οποία διενεργήθηκε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Νότιας Ουαλίας (UNSW) και δημοσιοποιήθηκε στο The Lancet Regional Health—Western Pacific, διαπίστωσε, επιπλέον, ότι οι νεότερης ηλικίας άνθρωποι, άνδρες και ασθενείς χωρίς συννοσηρότητες, ανέρρωναν σχετικά πιο άμεσα.


Αξιοποιώντας το μητρώο παθήσεων του Πανεπιστημίου UNSW, που σχετίζεται με στοιχεία υγείας και τηλεφωνικές συνεντεύξεις των πασχόντων, η αναλυτική αυτή έκθεση εξέτασε συστηματικά 2.904 συμμετέχοντες – φορείς του ιού, δηλαδή σχεδόν όλους (94%) όσοι μολύνθηκαν με κορωνοϊό στη σχολή, για την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου 2020.


Η πληθυσμιακή αυτή ανάλυση ενδέχεται να παράσχει στοχευμένες εκτιμήσεις για την αναλογία των ατόμων που βιώνουν μακροχρόνιες συνέπειες από τη νόσο COVID-19 συγκριτικά με προηγούμενες, μικρότερες μελέτες, πολλές εκ των οποίων ήταν περιορισμένες σε εθελοντές ή σε νοσηλευόμενους και άλλες που τοποθέτησαν την αντιστοιχία των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν μακρές ενδείξεις πλησίον του 30%.


Με βάση την παρούσα μελέτη, τρεις μήνες από τη διάγνωση της νόσου, το 93,4% των ανθρώπων είχαν αναρρώσει, με το 80% να ανακτά την υγεία του εντός των πρώτων 30 ημερών, ενώ το 1,8% είχε καταλήξει και το 4,8% εξακολουθούσε να παρουσιάζει συμπτώματα. Εκείνοι που δεν είχαν αναρρώσει ακόμα μέχρι και την τελευταία συνέντευξη στα πλαίσια της έρευνας, ανέφεραν ότι πιο συχνά συμπτώματα ήταν ο βήχας και η κόπωση.
«Γνωρίζουμε αρκετά σχετικά με τις οξείες περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι καταλήγουν στο νοσοκομείο, αλλά πολύ λιγότερα για εκείνους που νοσούν από λιγότερο σοβαρές μορφές της ασθένειας.

Τα δεδομένα μας αποδεικνύουν τη σημαντική άμεση επίδραση της COVID-19 στην υγεία του πληθυσμού -και την ανάγκη να λάβουμε υπόψη όχι μόνο τις νοσηλείες και τους θανάτους, αλλά και την μακροπρόθεσμη υγεία όσων νόσησαν ελαφρότερα», διευκρίνισε η αναπληρώτρια καθηγήτρια και επικεφαλής συγγραφέας της αναφοράς, Δρ. Bette Liu.


«Η μελέτη υποδεικνύει ότι η παρατεταμένη ανάρρωση από την COVID-19 φαίνεται να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για πολλούς ανθρώπους. Είναι γνωστό πως η σοβαρότητα της COVID-19 αυξάνεται με την ηλικία και με την επικράτηση άλλων ασθενειών ή υποκείμενων παθήσεων, επομένως δεν προκαλεί έκπληξη το εύρημα ότι η ανάρρωση ήταν βραδύτερη και με λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας», συμπλήρωσε.


Σύμφωνα με την ειδικό, αρκετοί νέοι πιστεύουν ότι θα αναρρώσουν γρήγορα από τη λοίμωξη. «Και, παρόλο που η μελέτη μας έδειξε ότι αυτό όντως ισχύει, ακόμα και σε άτομα κάτω των 30 ετών βρέθηκε ότι το 2% συνέχιζε να βιώνει συμπτώματα τρεις μήνες μετά τη διάγνωση. Η μελέτη δείχνει πόσο σημαντικό είναι να προστατευόμαστε από την COVID-19, ακολουθώντας τις συμβουλές δημόσιας υγείας και εφαρμόζοντας πρακτικές προσωπικής υγιεινής, κοινωνική απόσταση και διαγνωστικούς ελέγχους, καθώς και εμβολιασμό», συνοψίζει.